- νύσσαν
- νύσσᾱν , νύσσαturning-postfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
νυσσηίτας — νυσσηΐτας, ὁ (Α) (αμφβλ. ανάγν.) (στους πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νύσσα (Ι) + κατάλ. ηΐτᾱς (πρβλ. το χωρίο από τα Θεολογούμενα Αριθμητικής: «καὶ νυσσηΐταν [αὐτὴν ἐπωνόμαζον] ἀπὸ τοῡ ἐπὶ νύσσαν καὶ ὡσανεὶ τέρμα… … Dictionary of Greek
νύσσα — (I) νύσσα, ἡ (ΑΜ) 1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην… … Dictionary of Greek
στήληκα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὴν νύσσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στήλη με επίθημα ηξ, ηκος και έχει τη σημ. «στήλη που αποτελούσε όριο, τέρμα σε αγώνα δρόμου» (βλ. και λ. νύσσα [Ι])] … Dictionary of Greek